- διακονηθῆναι
- стать услужаемым
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
διακονηθῆναι — διᾱκονηθῆναι , διακονέω minister aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՊԱՇՏՕՆ — (տաման, տամունք, մանց. Գտանի եւ՝ պաշտօնս, զպաշտօնս. որ եւ ՊԱՇՏՈՒՄՆ, տման.) NBH 2 0598 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c, 13c գ. ՊԱՇՏՕՆ որ եւ ՊԱՇՏՈՒՄՆ. λατρεία, σεβασμός, θρησκεία cultus religiosus, veneratio,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)